αρχιδεσμώτης

αρχιδεσμώτης
ἀρχιδεσμώτης, ο (Α)
ο αρχιδεσμοφύλαξ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀρχιδεσμώτης — chief gaoler masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… …   Dictionary of Greek

  • συνιστώ — συνιστῶ, άω, ΝΜΑ, και συστήνω Ν, και συνίστημι ΜΑ, και συνιστάνω Α [ἵστημι / ἱστῶ] 1. ιδρύω, καταρτίζω, συγκροτώ, οργανώνω (α. «συνιστώ επιτροπή» β. «η επιτροπή συνεστήθη με προεδρικό διάταγμα» γ. «συνίστατο τοὺς πρώτους ἀγώνας», Πλούτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • ԴԱՀՃԱՊԵՏ — (ի, աց) NBH 1 0592 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c գ. ἁρχιδεσμώτης princeps captivorum, ἁρχιμάγειρος princeps coquorum Պետ եւ գլուխ դահճաց, կամ պաշտօնէից ատենի. ... եբր. սարթապախիմ. ըստ յն. նաեւ աղճը պաղը, եւ խասապ պաղը… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”